ΕΝΑ "ΨΗΦΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ" ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟ - ΖΩΓΡΑΦΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΟ ΠΑΝΤΕΛΗ Κ. ΓΚΙΝΗ

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Γεννήθηκε στη Δάρδα το 1888. Παιδικά χρόνια.


{ Σύμφωνα με γραπτά στοιχεία από κάποια παλιά βιβλία και βιβλία της εκκλησίας που τα έχει η οικογένεια Θύμιου, η οικογένεια Γκίνη έλκει την καταγωγή από το Σούλι Θεσπρωτίας. } Πράγματι η οικογένεια Γκίνη εγκαταστάθηκε στη Δάρδα το 1870 προερχόμενη από την περιοχή Σουλίου

Περισσότερα για το Σούλι : ΕΔΩ

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή  Γκίνη :




Στο άλμπουμ {εννοεί το βιβλίο του παπα Σπύρου Ζέγκου, δες παρακάτω ανάρτηση} ένα σπίτι φαίνεται εκεί μπροστά διώροφο ψηλό, ο αδελφός μου {Hλίας} όταν έστειλε το άλμπουμ είχε βάλει σταυρό με κόκκινη μελάνι για να το γνωρίσω εγώ το σπίτι. Εγώ το γνώρισα και χωρίς να το σημαδέψει, το θυμάμαι. Είχαμε το υπόγειο εκεί κατεβαίναμε τα σκαλάκια είχαμε βαρελάκια. Εκεί στο υπόγειο και τι δεν είχαμε, μεγάλοι κάδοι που βάζαμε αρμιά, το γέμιζαν νερό, το γέμιζαν λάχανα. Δυο τρεις γειτόνισσες εκεί η κάθε μια έφερνε τα λάχανά της και το γέμιζαν αυτό το βαρέλι την μπαραγκούτα αυτή. Από κάτω είχε μια κάνουλα που έβγαινε ζουμί. Αυτή την αρμιά την κάνουν, σχίζουν τα λάχανα σταυροειδώς λιγάκι στο κάθε λάχανο η κάθε μια έβαζε ένα ξυλάκι να ξέρει ότι αυτό είναι το δικό της το λάχανο και αλάτι και νερό και ξίνιζε το λάχανο στην μπαραγκούτα και γίνεται το αρμόζουμο και αρμιά για το χειμώνα. Είχε ένα βαρελάκι με βούτυρο, ένα βαρέλι με τυρί μπάτζο στην αρμύρα, ένα βαρελάκι με ούρδα κ.τ.λ. Γεμάτο το υπόγειο θυμάμαι.
         Είχαμε και ένα εκκλησάκι εκεί επάνω από το χωριό στο βουνό εκεί ένα ύψωμα ήταν στον Άγιο Θανάση. Εκεί πήγαιναν οι γυναίκες άνοιγαν. Η άλλη εκκλησία ήταν ο Άγιος Γεώργιος τον άνοιγαν εκεί και κάναν λειτουργίες. Εμένα μ' έπαιραν οι παπάδες έκανα τον ψάλτη. Ο παπάς λειτουργούσε στον Αη Θανάση όσον να ανεβούμε επάνω ήταν χειμώνας κιόλας δυο μέτρα χιόνι να είναι παγωμένο το χιόνι και από πάνω να περπατάμε να φτάσουμε στον Αη Θανάση. Όταν κατεβαίναμε πω πω τι ήταν εκείνο πώς κατεβαίναμε, πώς ανεβαίναμε ; Γυναίκες, παιδιά, παπάδες, παππούδες. Θυμάμαι εγώ έκανα τον ψάλτη, ο παπάς μέσα λειτουργούσε και έλεγε τον δάσκαλο ο παπάς να μην με βάλει απουσία, γιατί δεν πήγαινα εκείνη την ημέρα στο σχολείο, γιατί τον Παντελή τον είχαμε να μας βοηθάει και βγάζαμε την λειτουργία. Και έτσι δεν με έβαζε απουσία ο δάσκαλος πήγαινε ο παπάς συνηγορούσε που μ' έπαιρναν μαζί τους.
       Το καλοκαίρι ήταν ωραία στη Δάρδα. Είχαμε και ένα νερό, μια βρύση μια πηγή το λέγαμε “βρωμονέρι”. Αυτό το “βρωμονέρι” όταν το έπινες νόμιζες ότι πίνεις νερό από κλούβια αβγά, τόσο βρωμούσε και εκεί που έπεφτε ήταν άσπρος ο τόπος από τη σόδα που είχε το νερό που έτρεχε. Έτρωγες ένα ξεροκόμματο έπινες από αυτό το νερό και γύριζες νηστικός. Πώς χώνευε αυτό; χωνευτικό πολύ. Και έρχονταν από την Κορυτσά,το έβαζαν σε γκαζοτενεκέδες, το σφράγιζαν το νερό και το πήγαιναν στην Κορυτσά και οι πλούσιοι της Κορυτσάς το έπαιρναν για φάρμακο. Ήταν και κάτι δένδρα πανύψηλα, ένα τοπίο πρώτης τάξεως. Σκέπτομαι καμία φορά και να μπορούσα να πάω ποιόν να δω εκεί; Κανέναν.

Τελετή Θεοφανείων - Δάρδα 1906


Τα Θεοφάνεια στη Δάρδα βγαίναμε από το χωριό μια ώρα μακριά σε ένα ποτάμι. Εκεί το έφραζαν την παραμονή και έφτιαχναν μια λιμνούλα για να ρίξουν το Σταυρό. Εκεί ήταν ένας φωτογράφος στη Δάρδα και είχε πάρει την φωτογραφία αυτή και ήμουν και εγώ εκεί και φαινόμουν στην φωτογραφία. Και η μάνα μου {Βασιλική} είχε ένα ξαδελφάκι μου αγκαλιά στο ύψωμα εκεί και φαίνονταν στην φωτογραφία.


 








''Ημουν και εγώ εκεί ..."{ Δίπλα στον φουστανελοφόρο}











 
Ο πατέρας μου {Κωνσταντίνος} ήταν πολύ νοικοκυρεμένος άνθρωπος και έστελνε πολλά χρήματα στην πατρίδα στη Δάρδα. Έμενε 3-4 χρόνια την ξενιτειά, όπως όλοι οι χωριανοί Δαρδαίοι. Το καλοκαίρι μαζεύονταν, τον χειμώνα δεν έβρισκες κανέναν στη Δάρδα. Οι παπάδες, ο μουχτσάρης, οι δημογέροντες και ο αγροφύλαξ, αυτοί ήταν οι άντρες του χωριού. Ύστερα από τον Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, μέχρι Σεπτέμβριο έρχονταν οι ξενιτεμένοι κάθονταν 2-3 μήνες εκεί και έβλεπαν τις οικογένειές τους, έβλεπαν και οι οικογένειες αυτούς, περνούσε το καλοκαίρι και μετά έφευγαν πάλι, άλλοι στο Άγιο Όρος, άλλοι στο Σέλι στα βουνά, άλλοι στον Αλμυρό. Εδώ στην Ελλάδα έρχονταν και που δεν πήγαιναν. Στη Δάρδα ήταν όλο ξενιτεμένοι και πήγαιναν πολλά λεπτά όλο επιταγές.
        Ο πατέρας μου ήταν στις Καρυές του Αγίου Όρους είχε και έναν αδελφό και ήταν στα μοναστήρια, είχαν και 4-5 μουλάρια νοίκιαζαν ένα κομμάτι από το βουνό, το εκμεταλλεύονταν, έδιναν στο μοναστήρι ανάλογα με την συμφωνία και έβγαζαν από τα δένδρα ξύλα οικοδομήσιμα.

      Θυμάμαι ήμουν μικρός, ήρθε ο πατέρας μου μια φορά είχε και τρία ζώα φορτωμένα. Κίνησε μια βδομάδα πορεία από το Άγιο Όρος να φτάσει στη Δάρδα. Όταν πέρασε από την Θεσσαλονίκη πήρε τέσσερα βαρελάκια θυμούμαι κονιάκ και ρούμι. Ήρθε τα ξεφόρτωσε κάθισε το καλοκαίρι δυο μήνες, πήγαινε στην Κορυτσά μας ψώνιζε, έρχονταν πάλι. Πωλούσε, είχε μάθει όλο το χωριό με τα μπουκαλάκια έρχονταν εκεί με ένα εκατοσταράκι ένα πενηνταράκι και αγόραζαν κονιάκ και ρούμι όλο το χωριό, άλλοι για φάρμακο, άλλοι για να το πιουν. Ύστερα στο άλλο ταξίδι είχαν αδειάσει αυτά τα βαρελάκια και πήγε στη Νάουσα. Εκεί στην Νάουσα περίφημα κρασιά, πάει και φέρνει στα τουλούμια κρασιά και τα ρίχνει στα βαρελάκια τα γεμίζει με κρασί. Και είχαμε κρασί από τριών ετών. Για φάρμακο έρχονταν και τα ψώνιζε ο κόσμος. Τα είχαμε εκεί στο υπόγειο.


Πηγή φωτογραφιών :
Ζέγκος, π. Σπύρος Ν. Βιογραφία Πολυκάρπου του Δαρδαίου μητροπολίτου Λαρίσης καρατομηθέντος υπό του Μαχμούτ- Πασά τω 1821 , Σύντομος περιγραφή της Δάρδας μετά εικόνων. Εν Αθήναις Τύποις Ι. Βάρτσου, 1927


Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Πολύτιμα στοιχεία για τη Δάρδα εκείνης της εποχής μας δίνει το βιβλίο του μακαριστού παπα Σπύρου Ζέγκου.



  Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει εκτενής βιογραφική αναφορά στον Μητροπολίτη Λαρίσης Πολύκαρπο Δαρδαίο, ο οποίος καρατομήθηκε στην κοίτη του Πηνειού το 1821.
     
 Μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο ΕΔΩ
















      Προτομή του Μητροπολίτου Πολυκάρπου βρίσκεται στο πάρκο απέναντι από τον Μητροπολιτικό Ναού  Αγίου Αχιλλίου Λάρισας, έργο του γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρου και δωρητή τον καταγόμενο από την Δάρδα Ηλία Κολέσκα.


















     Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διήγηση του παππού σχετικά με το πώς φιλοτεχνήθηκε η προτομή. Ο Τόμπρος ζητούσε σχέδια, προκειμένου να σμιλέψει το έργο. Ο Κολέσκας απευθύνθηκε στον παππού για το πώς θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του σχέδια της προτομής του Μητροπολίτη Πολυκάρπου. Η λύση του προβλήματος ήταν απλή. Έντυσε, ο παππούς, με δεσποτικά άμφια έναν φίλο του ιερέα. Τον φωτογράφισε, τον σχεδίασε και έστειλε τις φωτογραφίες και τα σχέδια στον γλύπτη Τόμπρο.
 
(Περισσότερα για τον Μ. Τόμπρο ΕΔΩ)


Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

1903 - 1911 : Μαθητεία της αγιογραφικής τέχνης στο Άγιον Όρος.

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη  :


   "Το 1903 με πήρε ο πατέρας μου 12,13,14 ετών, έβλεπε τους ζωγράφους εκεί στο Άγιο Όρος ήταν οι καλύτεροι επαγγελματίες και με πήρε μικρόν δεν είχα κλείσει ούτε τα 13 χρόνια. Με πήρε και με έβαλε εκεί στο εργαστήριο να μάθω τέχνη.
    ......... Στο χωριό με τον πατέρα μου μαζί φύγαμε τότε. Πήγαμε στο Άγιο Όρος μ' έβαλε στο εργαστήριο εκεί πέρα που ήταν ένας από την Δάρδα και έδωσε να δουλέψω 5 χρόνια εκεί να μάθω, έδωσε 30 λίρες χρυσές. Εκεί αγιογράφοι ήταν, της κακομοίρας, ήταν κλειστοί άνθρωποι εκεί πέρα. Εκεί έμαθα τα στοιχειώδη. Όταν ήρθα εδώ (Λάρισα) το '11 την τελειοποίησα δουλεύοντας. Έκανα ασυγκρίτως καλύτερη δουλειά.
       Στις Καρυές ήμουν εκεί 5 χρόνια, από το 1907 ως το 1911, δεν ήταν μοναστήρι. Δάσκαλός μου ήταν ένας Παπαποστόλου και ένας Βαγγέλης Ζέγκος από την Δάρδα από έναν παπα Γιάννη γιος (Την πληροφορία του Παντελή Γκίνη επιβεβαιώνει το βιβλίο του παπα Σπύρου Ζέγκου που αναφέρει ότι : “Από το 1880-85 εχρημάτισε βοηθός διδάσκαλος και ο Ιωάννης Ζέγκου, ο κατόπιν ιερεύς, σελ111).
        Τα δάση εκεί τα εκμεταλλεύονταν οι Βορειοηπειρώτες. Από την Δάρδα ήταν πολλοί και ο πατέρας μου εκεί, άλλοι τεχνίτες. Όλη την κίνηση εκεί την είχαν Ρώσοι, έπεφτε πολύ χρήμα εκεί και ήταν πολλοί δικοί μας εκεί. Η μονή του Αγίου Παντελεήμονα είχε τότε 1000 καλογέρους, είχε και βαποράκι και πήγαινε εφόδια στους ασκητάδες για να μην πεθάνουν από την πείνα. Ήταν προ του '17 αυτή η δουλειά". 

            Ο παππούς μας ανέφερε ότι στο Άγιον Όρος διδάχτηκε και τη βυζαντινή τεχνοτροπία αγιογράφισης. Όμως η επικρατούσαν άποψη εκείνης της εποχής ήταν ότι οι δυτικότροπες αγιογραφίες ήταν ποιοτικά ανώτερες από τις αντίστοιχες βυζαντινές.

         Στην απομαγνητοφωνημένη διήγηση υπάρχει μια αναντιστοιχία χρονολογιών. Πράγματι έμεινε 5 χρόνια ως μαθητευόμενος αγιογράφος περίπου τα έτη 1903-1908 και παρέμεινε άλλα 2 ή 3 χρόνια ως βοηθός των δασκάλων του.



Αναφορές του παππού,  από τις προσωπικές μου σημειώσεις, για τη ζωή στο Όρος την περίοδο της μαθητείας του :
  
    “ Το Άγιο Όρος εκείνη την εποχή έσφυζε από ζωή και δραστηριότητα. Οι σχέσεις με την Ορθόδοξη τότε Τσαρική Ρωσία ήταν πάρα πολύ καλές. Ρώσοι τουρίστες και προσκυνητές έρχονταν και επισκέπτονταν, οι πιο πολλοί το καλοκαίρι, αφήνοντας χρήματα στις μονές. Εκεί δούλευαν πολλοί Έλληνες και Ρώσοι αγιογράφοι. Η ίδια η Ρωσία προτιμούσε να παραγγέλει αγιογραφίες από το Άγιο Όρος παρ' ότι εκεί υπήρχαν χιλιάδες αγιογράφοι. Υπήρχαν περίπου 300 αγιογραφικά εργαστήρια που άκμαζαν όλα. Τα περισσότερα δούλευαν για λογαριασμό της Ρωσίας και στα μοναστήρια του Άθωνα υπήρχαν πάνω από 3000 Ρώσοι μοναχοί.
      Το φαγητό ήταν λιτό και κάθε μέρα το ίδιο, όλο σούπες και ψάρια. Υπήρχε μόνο ένα κρεοπωλείο σ' όλο το Άγιο Όρος και αυτό για να εξυπηρετεί τους ξένους. Έπρεπε καθένας να φροντίζει τον εαυτό του, να πλένει τα ρούχα του, να σιγυρίζει το κρεβάτι του να σκουπίζει και να ασχολείται με τα κοινά για αγγαρείες.
       Ξυπνούσαμε το πρωί χαράματα πριν βγει ο ήλιος. Πηγαίναμε ψέλναμε τον όρθρο, ετοιμάζαμε το φαγητό, σκουπίζαμε τα κελιά μας και τα κελιά των μοναχών και κάναμε οτιδήποτε μικροδουλειές μας ζητούσαν. Μετά πηγαίναμε σ' ένα κελί του δασκάλου μας κα μας έδειχνε τα μυστικά της αγιογραφίας. Όμως διαβάζαμε πολύ βίους αγίων έτσι ώστε να μπορούμε με τη φαντασία μας να πιάνουμε τα χαρακτηριστικά του κάθε αγίου και να τα αποδίδουμε στο χαρτί. Είχαμε πολλούς ντόπιους και Ρώσους δασκάλους. Όλοι βοηθούσαν τους μαθητές να μάθουν όσο γίνεται καλύτερα την αγιογραφία.
       Ξεκινούσαμε από το μηδέν. Διάφοροι έμποροι έφερναν χρώματα από τη Σμύρνη , την Κωνσταντινούπολη. Όμως δεν ήταν σαν τα σημερινά. Ήταν σαν πέτρες. Ήμασταν αναγκασμένοι να τα τρίβουμε για να γίνουν σκόνη. Μετά δίναμε τη σκόνη σε κάποιον όπου πρόσθετε λινέλαιο και γίνονταν λαδομπογιά. Αν και η εργασία αυτή ήταν δύσκολη και χρονοβόρα, όμως μας τα πρόσφερε η φύση. Όμως αγοράζαμε και έτοιμα από τη Γαλλία, την Ολλανδία. Πινέλα φέρναμε απ' έξω, όμως έφτιαχναν πινέλα και οι καλογέροι. Έτσι και εγώ στην αρχή έτριβα την πέτρα να γίνει σκόνη, σιγύριζα, μαγείρευα ... αργότερα έμαθα να ζωγραφίζω, έγινα και αναγνώστης στο αναλόγιο. Έμεινα στο Άγιο Όρος σαν μαθητευόμενος πέντε χρόνια. Μετά παρέμεινα και αγιογραφούσα για λογαριασμό του οίκου και με πλήρωναν δυο λίρες το μήνα για κάθε έργο". 

Φωτογραφίες του Αγίου Όρους από το Λεύκωμα , του Ιερομονάχου Στεφάνου Κελλιώτου, 1928


Το θαύμα του Τιμίου Ξύλου

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη { στην αρχή της διήγησης υπάρχει ασυνταξία λόγω της κακής ποιότητας εγγραφής }


        "Όταν έγινε η καταστροφής της Μακεδονίας όταν ήταν ο Παύλος Μελάς που είχαν καεί μοναστήρια, είχαν ξεπέσει εκεί στο Άγιο Όρος, από τη Θεσσαλονίκη ήταν χρυσοχόοι, αυτοί πήγαιναν εκεί και έπεφταν εκεί σ΄ αυτούς και είχαν και ένα σταυρό με Τίμιο Ξύλο, ένα κομματάκι τόσο δα. Και πήρε και αυτός εκεί μαι ίνα λιγάκι, το μοίρασαν όλοι μεταξύ τους εκεί τον έδωσαν και αυτόν μια ίνα. Το έφερε εκεί στο Άγιο Όρος. Να δοκιμάσομε τώρα αν πράγματι, γιατί εκεί τα μοναστήρια το προζύμι που ζύμωναν το άλλαζαν κάθε χρόνο των Θεοφανείων και έπιαναν καινούριο προζύμι με το Τίμιο Ξύλο και το κρατούσαν και το ξαναζύμωναν.
        Εκεί να το δοκιμάσομε και εμείς παίρναμε αλεύρι, το ανακατεύαμε με κρύο νερό το κάναμε ζυμάρι και παίρναμε δυο ποτηράκια του κρασιού και βάζαμε και στο ένα και στο άλλο, το προζύμι. Στο ένα βάλαμε από πάνω το Τίμο Ξύλο και το βάλαμε στο ράφι.
       Την άλλη μέρα το είδα το θαύμα ζωντανό. Εκεί που ήταν το Τίμιο Ξύλο πώς προχώρησε η ίνα ; Είχε διαπεράσει το προζύμι και ήταν στον πάτο από το ποτηράκι και το προζύμι είχε φουσκώσει και χύνονταν απ' έξω από το ποτήρι. Το άλλο που δεν ήταν Τίμιο Ξύλο, τίποτε, εκεί σταματημένο. Θαύμα μεγάλο το είδα με τα μάτια μου. Πως από μια ίνα να φουσκώσει, να γίνει το προζύμι. Δεν είναι θαύμα αυτό ; Το θυμάμαι. Το άλλο άρχιζε να ξυνίζει και να χαλάει. Και το παίρναμε το προζύμι και το πηγαίναμε στο χωνευτήρι που ήταν η εκκλησία και το ρίξαμε εκεί στο χωνευτήρι, για να μην το ρίξουμε στα σκουπίδια. Και πήραμε το κομμάτι το Τίμιο Ξύλο και το έβαλε πάλι στο σταυρό εκεί μέσα. Πού να βρείς Τίμιο Ξύλο. Στο Άγιο Όρος όλα τα μοναστήρια έχουν Τίμιο Ξύλο. Μόνο ένα μοναστήρι έχει το μεγαλύτερο κομμάτι που υπάρχει στον κόσμο Τίμιο Ξύλο. Εχει ένα κομμάτι μεγάλο κομμένο.
        Ο σταυρός που σταυρώθηκε ο Χριστός ήταν δυο ξύλα απλά δυο καδρόνια ας πούμε, που έγινε ο σταυρό. Τους τιμωρημένους είχαν διάφορες ποινές, αλλά τον δια σταυρώσεως θάνατο, ήταν στους πιο μεγάλους κακούργους. Ο Χριστός εθεωρήθηκε ως ο μεγαλύτερος επαναστάτης και κακούργος εκείνη την εποχή. Οι γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί Τον καταδίκασαν δια του σταυρού θάνατον, τον ατιμότερο θάνατο που ήταν τότε." 

Τίμιο Ξύλο Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου Αγίου Όρους

Περισσότερες πληροφορίες για το Τίμιο Ξύλο της Μονής Ξηροποτάμου που θεωρείται το μεγαλύτερο στον κόσμο : ΕΔΩ

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Στην Κορυτσά το 1908 με το εργαστήριο αγιογραφίας του Αγίου Όρους. Τελευταία επίσκεψη στην γενέτειρά του. Ο συγκινητικός αποχωρισμός.

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη :


     " Ήταν τούρκικο το καθεστώς τότε, αυτή η ιστορία είναι προ του Βαλκανικού πολέμου. Τουρκία ήταν τότε εκεί. Οι Τούρκοι ήταν έξω από τον Τύρναβο, εκεί ήταν οι σταθμοί στο Παπαπούλι και στο Δεριλί. Ως το 1908 ήμουν μαθητευόμενος. Στην Κορυτσά εκείνη την εποχή έγινε μια μεγάλη εκκλησία, εκεί στο κεντρικότερο μέρος ο Άγιος Γεώργιος, πολύ μεγάλη εκκλησία.
     Ένας μεγάλος γεωκτήμων από την Κορυτσά στη Ρουμανία έστειλε 3000 χρυσές λίρες και κτίστηκε αυτή η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και εκεί στο προαύλιο είχαν κάνει και το μαυσωλείο του, είχαν σαν εκκλησάκι ένα δωμάτιο και κατέβαινες 6-7 σκαλοπάτια κάτω από τη γη και εκεί τον έφεραν πεθαμένο και τον βαλσάμωσαν και τον είχαν εκεί για ιστορικό γεγονός που ήταν ο κτήρωρ της εκκλησίας.     

     { Πράγματι ο Άγιος Γεώργιος Κορυτσάς ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία των Βαλκανίων την οποία κατέστρψε το 1967 το καθεστώς }

      Αφού τελείωσε η εκκλησία ήθελαν αγιογράφο και σηκώθηκε ο δικός μου ο μάστορας το αφεντικό, πήγε εκεί στην Κορυτσά και η δημογεροντία, οι προύχοντες της Κορυτσάς τότε ήταν και ο δεσπότης ένας Φώτιος, πολύ καλός δεσπότης, άγιος άνθρωπος. Την παίρνει την δουλειά την παίρνει την εκκλησία αυτή. Ήρθε στο Άγιο Όρος.
Τώρα πρέπει να πάμε στην Κορυτσά να βάλομε τις εικόνες επιτόπου.
Και σηκώθηκα και χαλάσαμε το εργαστήριο στις Καρυές και ξεκινάμε εν καιρώ χειμώνος μετά του Αγίου Βασιλείου. Κινήσαμε χειμώνα καιρό και πήγαμε στην Κορυτσά.
       Θυμάμαι εκείνη την χρονιά ήταν το 1908, πήγαμε στην Κορυτσά, με τι περιπέτειες πήγαμε μη ρωτάς, μέσα στα χιόνια και πάγοι και κακό. Με το πλοίο στη Δάφνη πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Από τη Θεσσαλονίκη μπήκαμε στο τραίνο, πήγαμε στα Βιτόλια, το μοναστήρι που το λένε και από εκεί με τα αμάξια χειμώνα καιρό. Η περιπέτεια εκεί του ταξιδιού δεν περιγράφεται πως φθάσαμε. Μεσάνυχτα εκεί σ' ένα χάνι και από το χάνι με δαδιά αναμμένα να μας περιμένουν, γιατί ήξεραν ότι τα αμάξια που είχαν ξεκινήσει με επιβάτες άργησαν και βγήκαν εκεί για να μας σώσουν να μας παραλάβουν. Και μας βρήκαν εκεί στο δρόμο, πήγαμε στο χάνι εκεί, ξεκινήσαμε, τέλος πάντων φτάσαμε στην Κορυτσά.
       Από εκεί εγώ πρώτη δουλειά ήταν να πάω στη Δάρδα, ζούσε η μάνα μου εκεί. Θυμάμαι ούτε παλτό είχα, ελαφρά ρούχα είχα, είχα και τα παπούτσια μου χαλασμένα. Ποιός να αγοράσει παπούτσια ; Κανένας. Ο πατέρας μου Άγιο Όρος, εγώ φευγάτος εκεί ; Ήρθαν τα Θεοφάνεια. Εκεί ήταν ένας φωτογράφος στη Δάρδα κα είχε πάρει την φωτογραφία αυτή κα ήμουν και εγώ εκεί και φαινόμουν στην φωτογραφία αυτή. Και η μάνα μου είχε ένα ξαδελφάκι μου αγκαλιά σ' ένα ύψωμα εκεί και φαίνονταν στη φωτογραφία αυτή. 
      Ύστερα γύρισα εγώ στην Κορυτσά, τελείωσε η εκκλησία, σηκώθηκα ύστερα να πάμε στο Άγιο Όρος να συνεχίσουμε τη δουλειά και όταν έφυγα τότε με ξεπροβόδισε η μάνα μου απ' έξω από το χωριό μισή ώρα. Με πήρε μια θεία μου η Αθηνά τη λέγαν με πήγε στην Κορυτσά. Η μάνα μου τη στιγμή που χωρίσαμε δεν με άφηνε από την αγκαλία της, να κλαίει, με είχε κάνει μούσκεμα με τα δάκρυα, το κεφάλι μου και τα μάγουλα δεν φαίνονταν από τα δάκρυά της, ήταν σα να καταλάβαινε ότι δεν θα με ξανάβλεπε άλλη φορά, όπως ούτε με ξαναείδε, ούτε την ξαναείδα. Η θεία μου η Αθηνά την έλεγε : “Αστο το παιδί να κινήσουμε γιατί εγώ θέλω να τον πάω και να γυρίσω πάλι στη Δάρδα με τα πόδια, μη χασομεράς”. Και έτσι με άφησε με τα κλάματα από την αγκαλία της και ξεκίνησα και περπατώντας και γυρίζονταν να την βλέπω μέχρι που χαθήκαμε και δεν φαινόμασταν, μπήκαμε μέσα στο ύψωμα, γύρισε και αυτή να πάει στο χωριό στο σπίτι."

Μάιος 1910 : Το πέρασμα του κομήτη Halley, όπως το διηγήθηκε ο παππούς μου.


"Θυμάμαι πως τότε κυκλοφορούσε η φήμη ότι η Γη θα καταστραφόταν γιατί θα περνούσε ο κομήτης Χαλεϋ και θα συγκρούονταν με τη Γη. Όμως οι πιο μορφωμένοι μοναχοί δεν το πίστευαν και προσπαθούσαν να μας καθησυχάσουν. Εμείς σαν πιο μικροί φοβόμασταν και προσευχόμασταν να μη συμβεί κάτι άσχημο. Όμως ένα βράδυ, (τέλος Απριλίου αρχές Μαϊου έκανε την εμφάνισή του το 1910), μαζεμένοι όλοι στον αυλόγυρο κοιτούσαμε τον ουρανό. Ήταν καταπληκτικό θέαμα. Έβλεπες ολόκληρο τον ουρανό να είναι γεμάτος από άσπρες βούλες. Δεξιά ήταν πυκνότερες και σχημάτιζαν μια μπάλα μεγάλη φωτεινή. Όσο όμως κοίταζες προς τα πίσω αραίωναν, ενώ εντελώς αριστερά φαίνονταν σα να είχε ο ουρανός πάρα πολλά αστέρια. Ήταν ωραίο θέαμα". 


Πολλές πληροφορίες για αυτό το γεγονός μπορείτε να διαβάσετε : ΕΔΩ

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Επίσκεψη στα Κατουνάκια την εποχή εκείνη : Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη


     "Ήταν 28 Ιουνίου τελευταία μέρα της σαρακοστής των Αγίων Αποστόλων. Κινάμε λοιπόν 2 ώρες πορεία πεζοί χωρίς να πάρουμε και τίποτα να φάμε, χαζόπαιδα ήμασταν, κατεβήκαμε στη Δάφνη, η σκάλα, εκεί που ήταν ο λιμήν του Αγίου Όρους. Ήταν και βάρκες εκεί που εξυπηρετούσαν τον κόσμο πέρα δώθε. Τους πήγαιναν στα Καυσοκαλύβια τους πήγαιναν σε άλλες σκήτες. Οι σκήτες ήταν μετά τα μοναστήρια. Οι σκήτες είναι ας πούμε ένα χωριό από 50-60 σπίτια, κελιά τα οποία είχαν εξάρτηση από τα μοναστήρια. Η σκήτη του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Παντελεήμονα, Βατοπεδίου, Αγίας Άννης κ.τ.λ.

           Μπήκαμε στη σκήτη της Αγίας Άννης, τον δώσαμε 10 γρόσια έναν βαρκάρη εκεί πέρα, να μας πάει στα Κατουνάκια. Κατουνάκια λέγονταν το ασκηταριό των καλογέρων, 10 γρόσια ήταν 5 δραχμές σημερινές ελληνικές. { Τα Κατουνάκια είναι περιοχή στην έρημο του Αγίου Όρους που υπάγεται στην Μονή Μεγίστης Λαύρας και στην οποία βρίσκονται τα ησυχαστήρια της. Η περιοχή είναι βραχώδης και απόκρημνη}. Ακρογιαλιά, ακρογιαλιά, δεν ανοίχτηκε μέσα στο πέλαγος, πηγαίναμε καμιά ώρα πορεία, ύστερα ανακατεύτηκε

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Η περιπέτεια της φυγής για την Ελεύθερη Ελλάδα τον Ιούνιο του 1911

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη :


       Το 1908 στην Τουρκία έγινε επανάσταση, τελευταίος σουλτάνος στην Τουρκία ήταν ένας Αμπτούλ Χαμίτ, ο αγριότερος, χειρότερος σουλτάνος της Τουρκίας. Έγιναν οι νεότουρκοι, ένας Εμβέρ μπέης και ένας άλλος Ταλάτ, έκαναν επανάσταση και πέτυχε η επανάσταση και έκαναν μεταρρυθμίσεις. Πήγαν στα ανάκτορα που είχε ο σουλτάνος τον πήραν αιχμάλωτο και τον έφεραν στην Θεσσαλονίκη. Τον έκλεισαν σε ένα κτίριο στην Θεσσαλονίκη που ήταν εκεί μια εταιρεία που έβγαζε το Αλατίνι, είχε μυλους κ.τ.λ. Τον έκλεισαν εκεί τον σουλτάνο και έτσι δόθηκε σύνταγμα στην Τουρκία. Και τους χριστιανούς μέχρι τότε δεν τους στράτευε η Τουρκία. Τα παιδιά των χριστιανών, εμείς δηλαδή, πληρώναμε ένα φόρο, το λέγαν “πεντέλι” αυτό, αντί στρατιωτικό, πληρώναμε κάθε χρόνο δυο βεζύρια ασημένια τούρκικα. Αλλά με την επανάσταση που έκαναν οι νεότουρκοι το κατήργησαν το πεντέλι και έπρεπε με τους τούρκους μαζί να υπηρετήσουν στο στρατό και οι χριστιανοί μαζί, αδιακρίτως κα να μην πληρώνουν το φόρο.
         Εγώ στο Άγιο Όρος γράφει η μητέρα μου γράμμα στον πατέρα μου ότι το παιδί, εγώ είχα γίνει 20 ετών, με ζητούσαν στην Κορυτσά να πάω να παρουσιαστώ στο στρατό. Αν δεν πήγαινα σε μια προθεσμία που είχαν δώσει θα με είχαν ανυπότακτο και θα με πήγαιναν δια της βίας να με κατατάξουν στο στρατό τον τούρκικο.
Γίνεται ένα συμβούλιο εκεί, το αφεντικό μου και ο πατέρας μου.
        Τι θα κάνομε με το παιδί, πώς θα το αφήσομε να πάει στρατιώτης ; Όχι δεν θα πάει.
        Τί θα γίνει ;
        Θα το φυγαδεύσουμε.
        Πώς θα το φυγδεύσουμε ;
        Θα το στείλουμε στην Ελλάδα λαθραίως.
        Λοιπόν το 1911 ήταν Ιούνιος μήνας. Με δίνει 15 λίρες χρυσές ο πατέρας μου για χαρτζιλίκι. Πήρα την βαλιτσούλα που είχα και μια βελέντζα κόκκινη, τα ρούχα που φορούσα και σηκώνομαι και φεύγω.
      Εκεί στο Άγιο Όρος την συγκοινωνία την έκανε μια εταιρεία ακτοπλοϊκή, ελληνικά βαπόρια Γατούνη. Έκαναν συγκοινωνία Πειραιά – Χαλκίδα – Βόλο – Θεσσαλονίκη – Δάφνη – Δαρδανέλια – Κωνσταντινούπολη – Οδυσσός και γύριζαν πάλι. Και ήταν ένα ρώσικο πλοίο που και αυτό έκανε δρομολόγιο, έπαιρνε Ρώσους προσκυνητές, εξυπηρετούσε και τους Ρώσους καλογέρους που ήταν 5000 – 6000. Οι δικοί μας οι χαμένοι τα μοναστήρια τα πουλούσαν στους Ρώσους για να πάρουν χρυσό. Και οι πατριάρχες έπαιρναν χιλιάδες λίρες για να εγκρίνουν την αγοραπωλησία των μοναστηριών.
       Στις Καρυές τότε ήταν 300 αγιογράφοι. Είχαν οι Ρώσοι στην Ρωσία πρακτορεία. Έπαιρναν τις παραγγελίες εκεί, τις έστελναν στο Άγιο Όρος και τις έδιναν στους αγιογράφους του Αγίου Όρους. Ενώ οι Ρώσοι ήταν 3000000 αγιογράφοι, προτιμούσαν από το Άγιο Όρος, γιατί ήταν από το Άγιο Όρος άγιες οι εικόνες. Τις προτιμούσαν περισσότερο και ας ήταν πιο άτεχνες. Οι Ρώσοι στις δικές τους τις εκκλησίες εκεί στο Άγιο Όρος που είχαν τα μοναστήρια έκαναν εικόνες από το Άγιο Όρος καλλιτεχνικότερες από επιστήμονες αγιογράφους πρώτης τάξεως και στην Ρωσία πήγαιναν από το Άγιο Όρος για το λαό.
       Να φύγω με ελληνικό βαπόρι δεν με συνέφερε γιατί στη Θεσσαλονίκη από τη Δάφνη του Αγίου Όρους που έπιανε το πλοίο στη σκάλα και πήγαινε Θεσσαλονίκη και έπειτα στο Βόλο η τούρκικη αστυνομία έμπαινε μέσα και έκανε έλεγχο τρεις ώρες που έμενε στο λιμένα της Θεσσαλονίκης το πλοίο. Έκανε έλεγχο όλους τους επιβάτες, πού πάς, από πού είσαι, τα χαρτιά σου...Άμα έβρισκαν κανέναν παράνομο τον γράπωναν. Μα μην φύγω με ελληνικό πλοίο κα με πιάσουν οι τούρκοι στη Θεσσαλονίκη. Να φύγω με ρώσικο πλοίο.
       Λοιπόν όταν πέρασε το ρώσικο το πλοίο με έβαλε ο πατέρας μου στο πλοίο. Στις 10:00 η ώρα έφευγε από τη Δάφνη το πλοίο και ξημερώσαμε στην Θεσσαλονίκη. Στο ρώσικο δεν έρχονταν η αστυνομία η τουρκική, δεν τολμούσε, δεν έκανε έλεγχο. Πιάνω έναν ναύτη του πλοίου ο οποίος ήταν Έλληνας, τον λέω ότι :
       “Εγώ όταν έφυγα από το Άγιο Όρος στη Δάφνη η αστυνομία με ρώτησε που θα πάς ; Θα πάω στην πατρίδα μου. Εγώ λέω φεύγω λαθραίως, τα χαρτιά μου λένε να πάω να παρουσιαστώ στρατιώτης στην Κορυτσά και δεν θέλω να πάω στρατιώτης στους Τούρκους.
        Καλά που μου το είπες, έλα εδώ, πλησιάζουμε στη Θεσσαλονίκη”.
        Με πηγαίνει στην καμπίνα του κάτω στο βάθος του πλοίου. “Θα καθίσεις εδώ μέχρις ότου να 'ρθω να σε πως να ανέβεις απάνω στο κατάστρωμα”.
       Φτάνει το πλοίο στη Θεσσαλονίκη, εγώ κρυμμένος στην καμπίνα του ναύτη. Κάθισε το πλοίο δυο ώρες στη Θεσσαλονίκη, άφησε επιβάτες, πήρε άλλους. Ξεκινά για το Βόλο. Μόλις φύγαμε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης έρχεται αυτός ο ναύτης και με λέει :
      “Έλα εδώ πες ότι είσαι στην Ελλάδα. Φύγαμε από Θεσσαλονίκη πάμε για Βόλο τώρα. Τώρα δεν έχεις κανένα φόβο έλα”.
     Και βγήκα εγώ και πήρα ανάσα, πήρα και τα πραγματάκια μου και πήγα απάνω. Φτάνομε στο Βόλο. Βγαίνω εγώ στο Βόλο από το πλοίο. 

 

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ερχομός και εγκατάσταση στη Λάρισα

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη :



       "Εγώ στο Βόλο άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μικρό παιδί να μη γνωρίζω κανέναν, που να πάω τι να κάνω. Πήγα σε ένα μέτριο ξενοδοχείο της πόλης κάθομαι δυο τρεις μέρες. Τώρα πού να πάω ; εδώ στη Λάρισα γνώρισα έναν Ιωάννη Παπαγεωργίου. Αυτός ο Παπαγεωργίου ήταν έμπορος ιερών εικόνων. Έρχονταν στο Άγιο Όρος και ψώνιζε από τους Ρώσους άμφια ιερά για τους παπάδες, Άγια Ποτήρια, άλλα εκκλησιαστικά είδη, τα έφερνε και τα πουλούσε εδώ και στα χωριά και είχε και έναν συνέταιρο εδώ στην οδό Ερμού και τον γνώριζα αυτόν εγώ. Μόλις πάω στη Λάρισα λέω θα με θυμηθεί.

        Έρχομαι στη Λάρισα εγκαθίσταμαι στο ξενοδοχείο που είναι η τράπεζα της Ελλάδος, απέναντι ήταν ένα παλιό σπίτι με μεγάλη αυλή, τότε ήταν έτσι. Εκεί είχα πάει. Ρωτώ για τον Παπαγεωργίου, με λένε που είναι το μαγαζί. Ήταν ένας λογικός άνθρωπος, πολύ καλός άνθρωπος. Τον λέω αυτό και αυτό. Εγώ σε γνωρίζω όταν ερχόσουν στο Άγιο Όρος, εκεί και μας επισκεπτόσουν και ψώνιζες εκεί από τότε σε γνωρίζω και σε θυμήθηκα. Ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζω ως φυγάς είσαι εσύ εδώ πέρα, δεν γνωρίζω κανέναν άλλον.

       Με πήρε στο σπίτι με φιλοξένησε, εκεί είχα γνωρίσει και την οικογένεια. Τι να με κάνει αυτός ; Ήταν έναν φωτογράφος Παντοστόπουλος που ήταν η πλατεία Ταχυδρομείου, ήταν στη γωνία ένα σπίτι του Καραστέργιου, εκεί στη γωνία ήταν το σπίτι του Παντοσόπουλου { Παναγούλη και Κύπρου γωνία }. Είχε φωτογραφείο ήταν και λίγο αγιογράφος. Και συστήνει ο Παπαγεωργίου, καθώς ήταν και Σαμαρινιώτες, στον Παντοστόπουλο και με πήρε. Έπαιρνε εικόνες παραγγελίες από τα χωριά και με έβαλε μέσα σ' ένα δωμάτιο στο φωτογραφείο που είχε κα εκεί έστησα το πρώτο εργαστήριο στη Λάρισα. Έπαιρνε αυτός 100 δραχμές από τους χωριάτες, μ' έδινε εμένα τα μισά τα λεπτά, τα άλλα τα κέρδιζε αυτός.

      Ήταν τότε ο μοναδικός φωτογράφος αυτός και ένας Δαφνόπουλος εκεί στην Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Παντοστόπουλος τον Δαφνόπουλο τον είχε ανεψιό από αδελφή".



Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Στην Κορυτσά τον κήρυξαν ανυπότακτο.

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη : 


        "Εγώ είχα υποβάλλει χαρτιά στην Νομαρχία Λάρισας { 1913 } να αποκτήσω την Ελληνική ιθαγένεια και έτσι να απαλλαγώ από την υποχρέωση να μην με τραβάει και η Κορυτσά η αστυνομία να με πάνε ως ανυπότακτο. Και απέκτησα και την Ελληνική ιθαγένεια και είχα γραφτεί ως Έλλην υπήκοος και δημότης Λαρίσης.

       Δεν είχε τελειώσει η περιπέτειά μου ακόμα. Από την Κορυτσά στέλνουν στην αστυνομία εδώ έγγραφο, τον Παντελή Γκίνη ως ανυπότακτο να με συλλάβει η αστυνομία να με στείλει οδικώς στην Κορυτσά. Αν είχα λεφτά θα έδινα και τον συνοδό το χωροφύλακα αν δεν διέθετα λεφτά θα με πήγαιναν πεζό, Ελασσόνα, Καστοριά να πάμε στην Κορυτσά. Από αυτή την υπόθεση σηκώνομαι και φεύγω.

        Ερχόταν ένας χωροφύλακας και με περίμενε απ' έξω

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Στην Αθήνα για προσωπική υπόθεση στις ημέρες των Νοεμβριανών


     Στις 16 Νοεμβρίου του 1916 ο παππούς για σοβαρή οικογενειακή υπόθεση πηγαίνει στην Αθήνα. Την περίοδο εκείνη ξεσπούν στην πρωτεύουσα τα λεγόμενα Νοεμβριανά. 
 

     “Παίρνω το τρένο πηγαίνομε Αθήνα, φτάνομε στην Αθήνα βγαίνομε το βράδυ εκεί τότε ήταν τα Νοεμβριανά, είχε καεί η Αθήνα ολόκληρη με τους βασιλικούς, χαλασμός Κυρίου, ούτε στο σταθμό κόσμος ερημιά, κακό. Το πρωί μπαμ, μπουμ, να σπάζουν τα μαγαζιά, η Αθήνα να καίγεται”

Ιστορικά στοιχεία για τα Νοεμβριανά του 1916 : ΕΔΩ και  ΕΔΩ

Ο μοναδικός ισόβιος συνεργάτης του

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελη Γκίνη :


       "Τότε είχε έρθει και ο Χρυσόστομος { Παπαμερκουρίου }. Είχαμε νοικιάσει ένα σπιτάκι στον Άγιο Νικόλαο κοντά το είχαμε νοικιάσει 30 δραχμές το μήνα και καθ' ένας έκανε τη δουλειά του. Εγώ κοιμόμουν εκεί και αυτός κοιμόνταν πάνω σε ένα δωματιάκι".

          "Από δω δουλειές από κει δουλειές άρχισα να πηγαίνω και στα χωριά, δουλειά άλλο καλό, πολύ δουλειά. Ο Χρυσόστομος ήταν φίλοι, όλη την ημέρα μαζί με τον Δαφνόπουλο παρέα, πηγαίναμε περιπάτους έξω, στα συμφέροντα ήμασταν χωριστά. Λέει ο Δαφνόπουλος : “Γιατί να κάνετε αντιπολίτευση και συναγωνισμό ο ένας στον άλλον ; Οι δυο είστε στη Λάρισα και στη Θεσσαλία ακόμα. Εμείς δεν είμαστε τίποτα { εννοεί και τον Παντοστόπουλο }, να συνεταιριστείτε και να μην συναγωνίζεστε και να παίρνετε δουλειές κ.τ.λ.”

          Και έτσι αυτός μας έκανε να γίνουμε συνέταιροι".



Ο Χρυσόστομος Παπαμερκουρίου, με καταγωγή από τον Κωνσταντινούπολη, φωτογραφίζεται από τον Παντελή Γκίνη για τις ανάγκες της αγιογράφισης.  




Η φωτογράφηση του Παύλου Μελά στη Λάρισα το 1904 από τον Δαφνόπουλο. Διαβάστε το περιστατικό ΕΔΩ

Αξίζει να αναφέρουμε ότι τη φωτογραφική μηχανή του Δαφνόπουλου που φωτογράφισε τον Παύλο Μελά την αγόρασε ο παππούς.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Ο θάνατος του πατέρα του στις Καρυές Αγίου Όρους.

Απομαγμητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη :

         “Εκεί στο Άγιο Όρος ο πατέρας μου πέθανε το '34. Παίρνω ένα τηλεγράφημα : “εδώ ο πατέρας σου κινδυνεύει, είναι πολύ άρρωστος, ζήτημα είναι αν θα τον προλάβεις”. Παίρνω και δεύτερο τηλεγράφημα, αποφασίζω και φεύγω.
       Το '34 Μεγάλη Σαρακοστή, μόλις είχαμε αποκρέψει. Ήταν η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής. Πηγαίνω στην Θεσσαλονίκη με το τρένο ανεβαίνω στο βαπόρι που έκανε την συγκοινωνία, πηγαίνω στη Δάφνη, παίρνω έναν αγωγιάτη, ανεβαίνω απάνω. Είχε πεθάνει, δεν τον πρόλαβα ζωντανό. Μου λένε : “έχει τρεις μέρες πεθαμένος.” Και το νεκροταφείο ήταν στις Καρυές του Αγίου ΄Ορους, ήταν η αγορά εκεί, τα μαγαζιά και ήταν μια εκκλησούλα και έβγαινες από την εκκλησούλα και ήταν ένας χώρος νεκροταφείο. Τους ξένους εκεί τους έθαβαν. Πώς πέθανε μου το είπε ο άλλος ο θείος που βρέθηκε εκεί, δέθηκε το άντερό του, ό,τι έτρωγε δεν το χώνευε και σε δυο τρεις μέρες δεν άντεξε η καρδιά του και τα είχε παραδώσει και τον θάψαν εκεί. Και όταν πήγα εκεί ένας καλόγερος ο σπιτονοικοκύρης είχε πάει, μ' έλεγε ο Σωτήρης, είχε πάει εκείνος και ανακάτεψε όλα τα ρούχα και σήκωσε και κάτι χαρτιά. Είχε αφήσει σ' αυτόν είχε εμπιστευτεί χρήματα σ' αυτόν τον καλόγερο. Ήταν απλός άνθρωπος ο πατέρας μου, τράπεζες δεν υπήρχαν.
       Εκεί στις Καρυές σε ένα ύψωμα, πηγαίνω εκεί, αυτός ο παπα Νύφων ο Ρώσος είχε πεθάνει και ήταν ο διάδοχός του και δυο τρεις καλογέροι. Μόλις τους είπα ότι είμαι το παιδί του Κώστα .... Α ... καλώς τον, είχαν το σαμοβάρι εκεί μ' έδωσαν τσάι, με κέρασαν, βγάζω το χαρτί. Εδώ, λέω, ο μακαρίτης ο πατέρας μου έχει εμπιστευτεί τον γέροντά σας εδώ τον παπα Νύφων, ορίστε το χαρτί, ένα έντυπο με ρωσικά γράμματα, ότι είχε λογαριαστεί και είχε λαμβάνειν 500 λίρες, αυτό το ποσό.
       Το διάβασαν εκεί πέρα οι Ρώσοι, λένε : “αυτό το χαρτί το αναγνωρίζουμε ότι είναι πραγματικό, ότι δεν είναι ψεύτικο, αλλά δυστυχώς δεν έχομε εμείς που είμαστε υποχρεωμένοι να σε πληρώσουμε αυτά τα λεφτά, έχομε φτωχύνει πολύ. Ήταν μετά το '17. Το '17 έγινε η επανάσταση στη Ρωσία και σταμάτησε η χρυσορροή εκεί στα μοναστήρια από τη Ρωσία. Και όλα τα μοναστήρια αυτά τα καλογερικά τα Ρώσικα είχαν ξοφλήσει. Διατηρούνταν έτσι με τα ψέμματα, πωλούσαν άμφια, εικόνες, ιερά Άγια Ποτήρια, λάβαρα, καμπάνες, μ' αυτά διατηρούνταν. Εν τω μεταξύ άρχισαν να πεθαίνουν και να λιγοστεύουν. Ένα μοναστήρι που είχε 1000 καλογέρους, είχαν πεθάνει σιγά σιγά όλοι, καμιά πενηνταριά είχαν μείνει.
       Το Σαράϊ του Αγίου Αντρέα από 900 καλογέρους που ήταν, εκεί πήγα, όταν έφυγα, 7 καλόγεροι είχαν μείνει. Είχαν πεθάνει, είχε ριμάξει και να περιέλθουν πάλι αυτά τα μοναστήρια στα Ελληνικά χέρια.
       Δεν έχομε χρήματα που να τα πληρώσουμε αυτά. Εμείς πεινούμε. Τα ρούβλια που έρχονταν εδώ τα αφιερώματα έχουν σταματήσει, έγινε η επανάσταση και η Αγία Ρωσία καταστράφηκε. Μέρα νύχτα προσευχόμεθα να επανέλθει πάλι η πρώτη κατάσταση, να έρθει ο τσαρισμός. Μ' αυτή την ελπίδα, για να ζήσουν και αυτοί καλύτερα. Πάει, δούλεψε για τους Ρώσους όλη του τη ζωή εκεί.
        Πήγε εκείνος ο καλόγερος, λεηλάτησε το μπαούλο και τα πήρε. Πήρε και το χαρτί που είχε κατάθεση εκεί. Μόνο ένα χρωματοπωλείο Παπασάββας λέγονταν ένας και είχε έναν καλόγερο Κοσμάς λέγονταν ο καλόγερός του. Πήγα σ' αυτόν τον Παπασάββα εκεί, όλοι οι ζωγράφοι από τις Καρυές, τους γνώριζα. Εκεί είχε αφήσει πέντε λίρες στον Παπασάββα. Αυτός ο Κοσμάς ο καλόγερος, τον θυμούμαι σαν σήμερα : “πάρε αυτές τις 5 λίρες, λέει, τις έχει ο πατέρας σου εδώ αφήσει να τις φυλάξουμε και να τα πάρει όποτε ήθελε να τα ζητήσει. Αφού πέθανε τώρα ορίστε πάρτα ανήκουν σε σένα.” Ήταν και ένας χρυσός σταυρός χοντρός και καπακωτός και είχε μεντεσεδάκια χρυσό πάλι και άνοιγε και άνοιγε και έκλεινε και μέσα εκεί στο άνοιγμα στο βάθος είχε λίγο Τίμιο Ξύλο μέσα και το έκλεινε. Πάει και αυτό.”

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Δύο πρώιμα έργα. Ελαιογραφία σε ξύλο, διαστάσεων 15Χ25



              












                                                                                           
                                                                                           
                                                                                    

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Aγορά υλικών από τον Κατσαχνιά


Συχνά μου ανέφερε ότι ψώνιζε υλικά από το συγκεκριμένο κατάστημα. Η εταιρεία λειτουργεί ακόμα !!! Δες : ΕΔΩ
Τα υλικά τα έφερνε από την Αθήνα στη Λάρισα ο γαμπρός του, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, στρατηγός Αναστάσιος Ανδριανέσης.