ΕΝΑ "ΨΗΦΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ" ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟ - ΖΩΓΡΑΦΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΟ ΠΑΝΤΕΛΗ Κ. ΓΚΙΝΗ

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Γεννήθηκε στη Δάρδα το 1888. Παιδικά χρόνια.


{ Σύμφωνα με γραπτά στοιχεία από κάποια παλιά βιβλία και βιβλία της εκκλησίας που τα έχει η οικογένεια Θύμιου, η οικογένεια Γκίνη έλκει την καταγωγή από το Σούλι Θεσπρωτίας. } Πράγματι η οικογένεια Γκίνη εγκαταστάθηκε στη Δάρδα το 1870 προερχόμενη από την περιοχή Σουλίου

Περισσότερα για το Σούλι : ΕΔΩ

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή  Γκίνη :




Στο άλμπουμ {εννοεί το βιβλίο του παπα Σπύρου Ζέγκου, δες παρακάτω ανάρτηση} ένα σπίτι φαίνεται εκεί μπροστά διώροφο ψηλό, ο αδελφός μου {Hλίας} όταν έστειλε το άλμπουμ είχε βάλει σταυρό με κόκκινη μελάνι για να το γνωρίσω εγώ το σπίτι. Εγώ το γνώρισα και χωρίς να το σημαδέψει, το θυμάμαι. Είχαμε το υπόγειο εκεί κατεβαίναμε τα σκαλάκια είχαμε βαρελάκια. Εκεί στο υπόγειο και τι δεν είχαμε, μεγάλοι κάδοι που βάζαμε αρμιά, το γέμιζαν νερό, το γέμιζαν λάχανα. Δυο τρεις γειτόνισσες εκεί η κάθε μια έφερνε τα λάχανά της και το γέμιζαν αυτό το βαρέλι την μπαραγκούτα αυτή. Από κάτω είχε μια κάνουλα που έβγαινε ζουμί. Αυτή την αρμιά την κάνουν, σχίζουν τα λάχανα σταυροειδώς λιγάκι στο κάθε λάχανο η κάθε μια έβαζε ένα ξυλάκι να ξέρει ότι αυτό είναι το δικό της το λάχανο και αλάτι και νερό και ξίνιζε το λάχανο στην μπαραγκούτα και γίνεται το αρμόζουμο και αρμιά για το χειμώνα. Είχε ένα βαρελάκι με βούτυρο, ένα βαρέλι με τυρί μπάτζο στην αρμύρα, ένα βαρελάκι με ούρδα κ.τ.λ. Γεμάτο το υπόγειο θυμάμαι.
         Είχαμε και ένα εκκλησάκι εκεί επάνω από το χωριό στο βουνό εκεί ένα ύψωμα ήταν στον Άγιο Θανάση. Εκεί πήγαιναν οι γυναίκες άνοιγαν. Η άλλη εκκλησία ήταν ο Άγιος Γεώργιος τον άνοιγαν εκεί και κάναν λειτουργίες. Εμένα μ' έπαιραν οι παπάδες έκανα τον ψάλτη. Ο παπάς λειτουργούσε στον Αη Θανάση όσον να ανεβούμε επάνω ήταν χειμώνας κιόλας δυο μέτρα χιόνι να είναι παγωμένο το χιόνι και από πάνω να περπατάμε να φτάσουμε στον Αη Θανάση. Όταν κατεβαίναμε πω πω τι ήταν εκείνο πώς κατεβαίναμε, πώς ανεβαίναμε ; Γυναίκες, παιδιά, παπάδες, παππούδες. Θυμάμαι εγώ έκανα τον ψάλτη, ο παπάς μέσα λειτουργούσε και έλεγε τον δάσκαλο ο παπάς να μην με βάλει απουσία, γιατί δεν πήγαινα εκείνη την ημέρα στο σχολείο, γιατί τον Παντελή τον είχαμε να μας βοηθάει και βγάζαμε την λειτουργία. Και έτσι δεν με έβαζε απουσία ο δάσκαλος πήγαινε ο παπάς συνηγορούσε που μ' έπαιρναν μαζί τους.
       Το καλοκαίρι ήταν ωραία στη Δάρδα. Είχαμε και ένα νερό, μια βρύση μια πηγή το λέγαμε “βρωμονέρι”. Αυτό το “βρωμονέρι” όταν το έπινες νόμιζες ότι πίνεις νερό από κλούβια αβγά, τόσο βρωμούσε και εκεί που έπεφτε ήταν άσπρος ο τόπος από τη σόδα που είχε το νερό που έτρεχε. Έτρωγες ένα ξεροκόμματο έπινες από αυτό το νερό και γύριζες νηστικός. Πώς χώνευε αυτό; χωνευτικό πολύ. Και έρχονταν από την Κορυτσά,το έβαζαν σε γκαζοτενεκέδες, το σφράγιζαν το νερό και το πήγαιναν στην Κορυτσά και οι πλούσιοι της Κορυτσάς το έπαιρναν για φάρμακο. Ήταν και κάτι δένδρα πανύψηλα, ένα τοπίο πρώτης τάξεως. Σκέπτομαι καμία φορά και να μπορούσα να πάω ποιόν να δω εκεί; Κανέναν.

Τελετή Θεοφανείων - Δάρδα 1906


Τα Θεοφάνεια στη Δάρδα βγαίναμε από το χωριό μια ώρα μακριά σε ένα ποτάμι. Εκεί το έφραζαν την παραμονή και έφτιαχναν μια λιμνούλα για να ρίξουν το Σταυρό. Εκεί ήταν ένας φωτογράφος στη Δάρδα και είχε πάρει την φωτογραφία αυτή και ήμουν και εγώ εκεί και φαινόμουν στην φωτογραφία. Και η μάνα μου {Βασιλική} είχε ένα ξαδελφάκι μου αγκαλιά στο ύψωμα εκεί και φαίνονταν στην φωτογραφία.


 








''Ημουν και εγώ εκεί ..."{ Δίπλα στον φουστανελοφόρο}











 
Ο πατέρας μου {Κωνσταντίνος} ήταν πολύ νοικοκυρεμένος άνθρωπος και έστελνε πολλά χρήματα στην πατρίδα στη Δάρδα. Έμενε 3-4 χρόνια την ξενιτειά, όπως όλοι οι χωριανοί Δαρδαίοι. Το καλοκαίρι μαζεύονταν, τον χειμώνα δεν έβρισκες κανέναν στη Δάρδα. Οι παπάδες, ο μουχτσάρης, οι δημογέροντες και ο αγροφύλαξ, αυτοί ήταν οι άντρες του χωριού. Ύστερα από τον Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, μέχρι Σεπτέμβριο έρχονταν οι ξενιτεμένοι κάθονταν 2-3 μήνες εκεί και έβλεπαν τις οικογένειές τους, έβλεπαν και οι οικογένειες αυτούς, περνούσε το καλοκαίρι και μετά έφευγαν πάλι, άλλοι στο Άγιο Όρος, άλλοι στο Σέλι στα βουνά, άλλοι στον Αλμυρό. Εδώ στην Ελλάδα έρχονταν και που δεν πήγαιναν. Στη Δάρδα ήταν όλο ξενιτεμένοι και πήγαιναν πολλά λεπτά όλο επιταγές.
        Ο πατέρας μου ήταν στις Καρυές του Αγίου Όρους είχε και έναν αδελφό και ήταν στα μοναστήρια, είχαν και 4-5 μουλάρια νοίκιαζαν ένα κομμάτι από το βουνό, το εκμεταλλεύονταν, έδιναν στο μοναστήρι ανάλογα με την συμφωνία και έβγαζαν από τα δένδρα ξύλα οικοδομήσιμα.

      Θυμάμαι ήμουν μικρός, ήρθε ο πατέρας μου μια φορά είχε και τρία ζώα φορτωμένα. Κίνησε μια βδομάδα πορεία από το Άγιο Όρος να φτάσει στη Δάρδα. Όταν πέρασε από την Θεσσαλονίκη πήρε τέσσερα βαρελάκια θυμούμαι κονιάκ και ρούμι. Ήρθε τα ξεφόρτωσε κάθισε το καλοκαίρι δυο μήνες, πήγαινε στην Κορυτσά μας ψώνιζε, έρχονταν πάλι. Πωλούσε, είχε μάθει όλο το χωριό με τα μπουκαλάκια έρχονταν εκεί με ένα εκατοσταράκι ένα πενηνταράκι και αγόραζαν κονιάκ και ρούμι όλο το χωριό, άλλοι για φάρμακο, άλλοι για να το πιουν. Ύστερα στο άλλο ταξίδι είχαν αδειάσει αυτά τα βαρελάκια και πήγε στη Νάουσα. Εκεί στην Νάουσα περίφημα κρασιά, πάει και φέρνει στα τουλούμια κρασιά και τα ρίχνει στα βαρελάκια τα γεμίζει με κρασί. Και είχαμε κρασί από τριών ετών. Για φάρμακο έρχονταν και τα ψώνιζε ο κόσμος. Τα είχαμε εκεί στο υπόγειο.


Πηγή φωτογραφιών :
Ζέγκος, π. Σπύρος Ν. Βιογραφία Πολυκάρπου του Δαρδαίου μητροπολίτου Λαρίσης καρατομηθέντος υπό του Μαχμούτ- Πασά τω 1821 , Σύντομος περιγραφή της Δάρδας μετά εικόνων. Εν Αθήναις Τύποις Ι. Βάρτσου, 1927


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου