ΕΝΑ "ΨΗΦΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ" ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟ - ΖΩΓΡΑΦΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΟ ΠΑΝΤΕΛΗ Κ. ΓΚΙΝΗ

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Στην Κορυτσά τον κήρυξαν ανυπότακτο.

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη : 


        "Εγώ είχα υποβάλλει χαρτιά στην Νομαρχία Λάρισας { 1913 } να αποκτήσω την Ελληνική ιθαγένεια και έτσι να απαλλαγώ από την υποχρέωση να μην με τραβάει και η Κορυτσά η αστυνομία να με πάνε ως ανυπότακτο. Και απέκτησα και την Ελληνική ιθαγένεια και είχα γραφτεί ως Έλλην υπήκοος και δημότης Λαρίσης.

       Δεν είχε τελειώσει η περιπέτειά μου ακόμα. Από την Κορυτσά στέλνουν στην αστυνομία εδώ έγγραφο, τον Παντελή Γκίνη ως ανυπότακτο να με συλλάβει η αστυνομία να με στείλει οδικώς στην Κορυτσά. Αν είχα λεφτά θα έδινα και τον συνοδό το χωροφύλακα αν δεν διέθετα λεφτά θα με πήγαιναν πεζό, Ελασσόνα, Καστοριά να πάμε στην Κορυτσά. Από αυτή την υπόθεση σηκώνομαι και φεύγω.

        Ερχόταν ένας χωροφύλακας και με περίμενε απ' έξω
από το σπίτι και φύλαγε το σπίτι εκεί, γιατί μέσα δεν μπορούσε να έρθει να με πιάσει. Έπρεπε να βγώ έξω να με γραπώσει. Εγώ τον παρακολουθούσα από το σπίτι από μέσα αυτόν τον αστυνομικό. Εν καιρώ βρίσκω την ευκαιρία που έφυγε και σηκώνομαι και φεύγω ένα απόγευμα και πηγαίνω στο σταθμό και μπαίνω στο Βολιώτικο το τρένο. Ήταν ο σταθμός ο Βολιώτικος και φεύγω λαθραίως. Κατεβαίνω στο Βόλο, μπαίνω στο πλοίο και πηγαίνω στην Αθήνα.

        Εκεί είχα γνωρίσει μια οικογένεια από δω. Ήταν ένας Αγαθοκλής Ανδρέου στην Αθήνα. Πηγαίνω εκεί στον Ανδρέου, το μαγαζί το είχε στην Ομόνοια λίγο πιο κάτω. Ήταν σιδερωτής αυτός, σιδέρωνε γιακάδες και κολάρα, ήταν η μόδα τότε, μανικέτια και κολάρα σιδερωμένα σκληρά. Του λέω αυτό και αυτό μου συμβαίνει. Ήρθα εδώ να τακτοποιηθώ, γιατί και από την Κορυτσά με ζητούν και εδώ θέλουν να με πιάσουν. Τα χαρτιά μου είναι εγκεκριμένα έχω γίνει Ελλην υπήκοος. Λέει μη φοβάσαι θα την τακτοποιήσουμε τη δουλειά αυτή.

       Ήταν Σάββατο-Κυριακή, κάτσε μου λέει θα πάμε στο Νέο Φάληρο να φάμε να γλεντήσουμε θα την περάσουμε κοτσάνι, λέει, και αύριο το πρωί θα τακτοποιήσουμε τη δουλεία τη δική σου.

       Είχε και έναν αδελφό Δημητράκη τον λέγαν που είχε αδελφή ενός λοχαγού, λέγονταν Νικολαϊδης αυτός ο γαμπρός ο συμπέθερος. Με παίρνει τη Δευτέρα το πρωί ο Αγαθοκλής πάμε να τον προλάβουμε τον συμπέθερο τον Νικολαϊδη πριν φύγει για το επιτελείο, γιατί ύστερα που να τον βρούμε. Πηγαίνουμε πρωί στο σπίτι του του λέμε αυτό και αυτό.

        Έλα εδώ μου λέει ο Νικολαϊδης, πάμε στο υπουργείο των στρατιωτικών. Δεν είχε ανοίξει ακόμα το υπουργείο για τους πολίτες και μπαίνομε από ένα πορτάκι από μέσα από την πίσω. Εκεί ήταν ο προσωπάρχης του υπουργού των στρατιωτικών και τον λέει ο Νικολαϊδης αυτό και αυτό συμβαίνει.

       Αυτός ο προσωπάρχης αμέσως κάνει τρεις διαταγές. Κάνει ένα τηλεγράφημα στην Κορυτσά να πάψει η καταδίωξη του Παντελή Γκίνη ως ανυπότακτου, γιατί το υπουργείο θεωρεί την εγγραφή του εν Λαρίση ως επικρατεστέρα. Και κάνει και ένα τηλεγράφημα στην Λάρισα να πάψει η καταδίωξη του Παντελή Γκίνη και το υπουργείο διατάσσει να υπηρετήσει στη Λάρισα όταν θα κλιθεί. Με δίνει και τον αριθμό του πρωτοκόλλου και τράβα στο σπίτι σου, μου λέει.

       Σηκώνομαι έρχομαι εδώ. Ένας νοματάρχης είχε πάρει αυτή τη διαταγή, αλλά κοιτούσε να με γραπώσει αδιαφορών για τη διαταγή. Ήθελε να με πιάσει να με στείλει οδικώς ως ανυπότακτο στην Κορυτσά. Με πιάνει ένας χωροφύλακας με πηγαίνει στην αστυνομία σε ένα δωμάτιο με έκλεισε εκεί. Εν τω μεταξύ στην Νομαρχία ο διευθυντής ήταν ένας Μαργέλος τον έλεγαν. Η γυναίκα του ήταν του Ζαρμάνη, ήταν ένας παλιός δήμαρχος Λαρισινός. Αυτός ο Μαργέλος, ήμασταν υπό κράτηση, έρχονταν ένα παιδάκι από ένα καφενείο και μας έφεραν καφέ. Μ' έφερε καφέ τον πλήρωσα και δίνω ένα σημείωμα, θα πως στην Νομαρχία θα βρεις τον κύριο Μαργέλο και θα του δώσεις αυτό το σημείωμα, του λέω, πάρε και 10 δραχμές. Πήγε το παιδί τον βρήκε. Έρχεται αυτός εδώ.

Τί συμβαίνει λέει;

      Αυτό και αυτό συμβαίνει, μ΄έχουν υπό κράτηση, έχω αποκτήσει την ιθαγένεια και αυτός ο νοματάρχης φτιάχνει τα χαρτιά να με στείλει οδικώς την Κορυτσά.

Σηκώνεται και πηγαίνει στον διευθυντή της αστυνομίας και του λέει αυτό και αυτό. Ο διευθυντής της αστυνομίας φωνάζει τον ενοματάρχη. Του λέει : τί συβμαίνει, έχει κανέναν κρατούμενο ;

       Ναι, λέει, τον έχω είναι ανυπότακτος και έχω διαταγή από την Κορυτσά, τον ζητούν.

         Και πώς ενεργείς εσύ έτσι το θέλεις ;

        Δίνω εγώ τον αριθμό της διαταγής του υπουργείου.

      Ανώτερος θα γίνει εσύ από τις διαταγές του υπουργείου ;     Τον δίνει μια κατσάδα τον ενοματάρχη.

       Είσαι ελεύθερος, τράβα στη δουλεία σου.

      Και έτσι ησύχασα από αυτή την περιπέτεια. Όταν κλήθηκε η κλάση του '16 πήγα και εγώ με την κλάση του '16 ως αγύμναστος να υπηρετήσω το στρατό για να απαλλαγώ και εγώ από την στρατιωτική υποχρέωση.

       Μας κάλεσαν πάλι το '16, τότε κάλεσαν δυο ηλικίες ως έφεδρους και φυλάγαμε εδώ ως περιπολία πόλεως και ήταν και το ζήτημα τότε το Μακεδονικό που είχαμε και αυτή τη διχόνοια των βασιλικών με τους βενιζελικούς και μας είχαν στείλει στον Πλαταμώνα στη Σκοτίνα εκεί στα παράλια να μην έρθουν οι Αγγλογάλλοι να είμαστε εμπόδιο. Στον Πλαταμώνα τότε γίνονταν η γραμμή για Θεσσαλονίκη. Ως το Παπαούλι πήγαινε το τρένο τότε και γύριζε το απόγευμα πίσω". 

 Ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος το 1913, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου