ΕΝΑ "ΨΗΦΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ" ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟ - ΖΩΓΡΑΦΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΟ ΠΑΝΤΕΛΗ Κ. ΓΚΙΝΗ

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Στην Κορυτσά το 1908 με το εργαστήριο αγιογραφίας του Αγίου Όρους. Τελευταία επίσκεψη στην γενέτειρά του. Ο συγκινητικός αποχωρισμός.

Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη :


     " Ήταν τούρκικο το καθεστώς τότε, αυτή η ιστορία είναι προ του Βαλκανικού πολέμου. Τουρκία ήταν τότε εκεί. Οι Τούρκοι ήταν έξω από τον Τύρναβο, εκεί ήταν οι σταθμοί στο Παπαπούλι και στο Δεριλί. Ως το 1908 ήμουν μαθητευόμενος. Στην Κορυτσά εκείνη την εποχή έγινε μια μεγάλη εκκλησία, εκεί στο κεντρικότερο μέρος ο Άγιος Γεώργιος, πολύ μεγάλη εκκλησία.
     Ένας μεγάλος γεωκτήμων από την Κορυτσά στη Ρουμανία έστειλε 3000 χρυσές λίρες και κτίστηκε αυτή η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και εκεί στο προαύλιο είχαν κάνει και το μαυσωλείο του, είχαν σαν εκκλησάκι ένα δωμάτιο και κατέβαινες 6-7 σκαλοπάτια κάτω από τη γη και εκεί τον έφεραν πεθαμένο και τον βαλσάμωσαν και τον είχαν εκεί για ιστορικό γεγονός που ήταν ο κτήρωρ της εκκλησίας.     

     { Πράγματι ο Άγιος Γεώργιος Κορυτσάς ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία των Βαλκανίων την οποία κατέστρψε το 1967 το καθεστώς }

      Αφού τελείωσε η εκκλησία ήθελαν αγιογράφο και σηκώθηκε ο δικός μου ο μάστορας το αφεντικό, πήγε εκεί στην Κορυτσά και η δημογεροντία, οι προύχοντες της Κορυτσάς τότε ήταν και ο δεσπότης ένας Φώτιος, πολύ καλός δεσπότης, άγιος άνθρωπος. Την παίρνει την δουλειά την παίρνει την εκκλησία αυτή. Ήρθε στο Άγιο Όρος.
Τώρα πρέπει να πάμε στην Κορυτσά να βάλομε τις εικόνες επιτόπου.
Και σηκώθηκα και χαλάσαμε το εργαστήριο στις Καρυές και ξεκινάμε εν καιρώ χειμώνος μετά του Αγίου Βασιλείου. Κινήσαμε χειμώνα καιρό και πήγαμε στην Κορυτσά.
       Θυμάμαι εκείνη την χρονιά ήταν το 1908, πήγαμε στην Κορυτσά, με τι περιπέτειες πήγαμε μη ρωτάς, μέσα στα χιόνια και πάγοι και κακό. Με το πλοίο στη Δάφνη πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Από τη Θεσσαλονίκη μπήκαμε στο τραίνο, πήγαμε στα Βιτόλια, το μοναστήρι που το λένε και από εκεί με τα αμάξια χειμώνα καιρό. Η περιπέτεια εκεί του ταξιδιού δεν περιγράφεται πως φθάσαμε. Μεσάνυχτα εκεί σ' ένα χάνι και από το χάνι με δαδιά αναμμένα να μας περιμένουν, γιατί ήξεραν ότι τα αμάξια που είχαν ξεκινήσει με επιβάτες άργησαν και βγήκαν εκεί για να μας σώσουν να μας παραλάβουν. Και μας βρήκαν εκεί στο δρόμο, πήγαμε στο χάνι εκεί, ξεκινήσαμε, τέλος πάντων φτάσαμε στην Κορυτσά.
       Από εκεί εγώ πρώτη δουλειά ήταν να πάω στη Δάρδα, ζούσε η μάνα μου εκεί. Θυμάμαι ούτε παλτό είχα, ελαφρά ρούχα είχα, είχα και τα παπούτσια μου χαλασμένα. Ποιός να αγοράσει παπούτσια ; Κανένας. Ο πατέρας μου Άγιο Όρος, εγώ φευγάτος εκεί ; Ήρθαν τα Θεοφάνεια. Εκεί ήταν ένας φωτογράφος στη Δάρδα κα είχε πάρει την φωτογραφία αυτή κα ήμουν και εγώ εκεί και φαινόμουν στην φωτογραφία αυτή. Και η μάνα μου είχε ένα ξαδελφάκι μου αγκαλιά σ' ένα ύψωμα εκεί και φαίνονταν στη φωτογραφία αυτή. 
      Ύστερα γύρισα εγώ στην Κορυτσά, τελείωσε η εκκλησία, σηκώθηκα ύστερα να πάμε στο Άγιο Όρος να συνεχίσουμε τη δουλειά και όταν έφυγα τότε με ξεπροβόδισε η μάνα μου απ' έξω από το χωριό μισή ώρα. Με πήρε μια θεία μου η Αθηνά τη λέγαν με πήγε στην Κορυτσά. Η μάνα μου τη στιγμή που χωρίσαμε δεν με άφηνε από την αγκαλία της, να κλαίει, με είχε κάνει μούσκεμα με τα δάκρυα, το κεφάλι μου και τα μάγουλα δεν φαίνονταν από τα δάκρυά της, ήταν σα να καταλάβαινε ότι δεν θα με ξανάβλεπε άλλη φορά, όπως ούτε με ξαναείδε, ούτε την ξαναείδα. Η θεία μου η Αθηνά την έλεγε : “Αστο το παιδί να κινήσουμε γιατί εγώ θέλω να τον πάω και να γυρίσω πάλι στη Δάρδα με τα πόδια, μη χασομεράς”. Και έτσι με άφησε με τα κλάματα από την αγκαλία της και ξεκίνησα και περπατώντας και γυρίζονταν να την βλέπω μέχρι που χαθήκαμε και δεν φαινόμασταν, μπήκαμε μέσα στο ύψωμα, γύρισε και αυτή να πάει στο χωριό στο σπίτι."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου