"Ήταν
28 Ιουνίου τελευταία μέρα της σαρακοστής
των Αγίων Αποστόλων. Κινάμε λοιπόν 2
ώρες πορεία πεζοί χωρίς να πάρουμε και
τίποτα να φάμε, χαζόπαιδα ήμασταν,
κατεβήκαμε στη Δάφνη, η σκάλα, εκεί που
ήταν ο λιμήν του Αγίου Όρους. Ήταν και
βάρκες εκεί που εξυπηρετούσαν τον κόσμο
πέρα δώθε. Τους πήγαιναν στα Καυσοκαλύβια
τους πήγαιναν σε άλλες σκήτες. Οι σκήτες
ήταν μετά τα μοναστήρια. Οι σκήτες είναι
ας πούμε ένα χωριό από 50-60 σπίτια, κελιά
τα οποία είχαν εξάρτηση από τα μοναστήρια.
Η σκήτη του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου
Παντελεήμονα, Βατοπεδίου, Αγίας Άννης
κ.τ.λ.
Μπήκαμε
στη σκήτη της Αγίας Άννης, τον δώσαμε
10 γρόσια έναν βαρκάρη εκεί πέρα, να μας
πάει στα Κατουνάκια. Κατουνάκια λέγονταν
το ασκηταριό των καλογέρων, 10 γρόσια
ήταν 5 δραχμές σημερινές ελληνικές.
{
Τα Κατουνάκια
είναι περιοχή στην έρημο του Αγίου Όρους
που υπάγεται στην Μονή Μεγίστης Λαύρας
και στην οποία βρίσκονται τα ησυχαστήρια
της. Η περιοχή είναι βραχώδης και
απόκρημνη}.
Ακρογιαλιά, ακρογιαλιά, δεν ανοίχτηκε
μέσα στο πέλαγος, πηγαίναμε καμιά ώρα
πορεία, ύστερα ανακατεύτηκε
ο καιρός, έπιασε ένας αεράκος και αντί να μας πάει στα Κατουνάκια μπροστά να ανεβούμε εκεί στο κρησφύγετο που ήταν οι καλόγεροι μας έφερε στην σκήτη της Αγίας Άννης. Και κάναμε πορεία άλλη μιάμιση ώρα για να φτάσουμε στα Κατουνάκια. Γι να μην πάθουμε καμιά ιστορία, καλύτερα να κοπιάσετε λίγο, να σας βγάλουμε εδώ στην Αγία Άννα και από δω θα πάρετε τον δρόμο, θα ρωτήσετε ποιόν δρόμο θα πάρετε. Μονοπάτια όλο πέτρα. Τέλος πάντων βγαίνουμε στην Αγία Άννα περνάμε παραπάνω σε ένα κελί ήταν έναν παπα Σάββας εκεί ένας πνευματικός ξακουσμένος, έρχονταν από τα πέρατα της οικουμένης σ' αυτόν την παπα Σάββα και εξομολογούνταν ο κόσμος εκεί, από τη Χαλκιδική, από τη Θεσσαλονίκη, από, από......
ο καιρός, έπιασε ένας αεράκος και αντί να μας πάει στα Κατουνάκια μπροστά να ανεβούμε εκεί στο κρησφύγετο που ήταν οι καλόγεροι μας έφερε στην σκήτη της Αγίας Άννης. Και κάναμε πορεία άλλη μιάμιση ώρα για να φτάσουμε στα Κατουνάκια. Γι να μην πάθουμε καμιά ιστορία, καλύτερα να κοπιάσετε λίγο, να σας βγάλουμε εδώ στην Αγία Άννα και από δω θα πάρετε τον δρόμο, θα ρωτήσετε ποιόν δρόμο θα πάρετε. Μονοπάτια όλο πέτρα. Τέλος πάντων βγαίνουμε στην Αγία Άννα περνάμε παραπάνω σε ένα κελί ήταν έναν παπα Σάββας εκεί ένας πνευματικός ξακουσμένος, έρχονταν από τα πέρατα της οικουμένης σ' αυτόν την παπα Σάββα και εξομολογούνταν ο κόσμος εκεί, από τη Χαλκιδική, από τη Θεσσαλονίκη, από, από......
Κατουνάκια |
Τρεις
ώρες πριν φέξει Ιούνιος μήνας, σηκωθείτε
παιδιά, σήμερα είναι των Αγίων Αποστόλων
Πέτρου και Παύλου. Παρά πέρα ήταν ένα
άλλο κρησφύγετο εκεί καλογερικό στα
Κατουνάκια, είχαν και εκκλησούλα αυτοί
οι καλόγεροι και βαδίσαμε 150-200 μέτρα,
πήγαμε σ' αυτό το ασκηταριό το άλλο που
ήταν γειτονικό, είχαν και έναν παπά για
λειτουργία των Αγίων Αποστόλων, πήραμε
αντίδωρο, μας κέρασαν και καφέ, ξεκινήσαμε
να γυρίσουμε πίσω.
Αυτοί
οι παππούδες οι τρεις οι δικοί μας επειδή
ξημέρωνε των Αγίων Αποστόλων, όλες τις
ημέρες ήταν σαρακοστή, είχαν κατεβεί
παρακάτω όπου έβρισκαν λίγο νερό στη
θάλασσα. Με το καλάμι και με το σπάγκο
είχαν ψαρέψει κάτι ψαράκια μικρά τέτοια,
σπάρους, μικρά-μικρά, καμιά οκά δεν ήταν.
Και τα είχαν αυτά να τα βράσουν να τα
φαν την άλλη μέρα των Αγίων Αποστόλων.
Που φωτιά εκεί, ούτε κάρβουνα έβρισκαν,
πώς εξοικονομούνταν, ούτε ξύλα, πώς τα
μετέφεραν εκεί, ούτε αποθήκες είχαν,
ούτε νερό είχαν, είχαν κάτι στέρνες
εκεί, από τα χιόνια του χειμώνα και τις
βροχές μαζεύονταν νερά αυτό ήταν το
νερό τους που μαγείρευαν, που πλένονταν.
Πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι, πώς ζούσαν
; Και έβρασαν αυτά τα ψαράκια. Είχαν
μύγδαλα, τα ξεφλούδισαν τα κοπάνισαν
σ' ένα χαβάνι και τα στίψαν και το ζουμί
αυτό από τα αμύγδαλα το έριξαν μέσα στη
σούπα αντί για αβγολέμονο. Φάγαμε
μεσημέρι τέλος πάντων κοιμηθήκαμε το
βράδυ. Πώς θα φύγομε τώρα ; Δια θαλάσσης
δεν υπήρχε μέσον, βάρκα.
Μεγίστη Λαύρα 1928 |
Μεγίστη Λαύρα |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου