ΕΝΑ "ΨΗΦΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ" ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟ - ΖΩΓΡΑΦΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΟ ΠΑΝΤΕΛΗ Κ. ΓΚΙΝΗ

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Επίσκεψη στα Κατουνάκια την εποχή εκείνη : Απομαγνητοφωνημένη διήγηση του Παντελή Γκίνη


     "Ήταν 28 Ιουνίου τελευταία μέρα της σαρακοστής των Αγίων Αποστόλων. Κινάμε λοιπόν 2 ώρες πορεία πεζοί χωρίς να πάρουμε και τίποτα να φάμε, χαζόπαιδα ήμασταν, κατεβήκαμε στη Δάφνη, η σκάλα, εκεί που ήταν ο λιμήν του Αγίου Όρους. Ήταν και βάρκες εκεί που εξυπηρετούσαν τον κόσμο πέρα δώθε. Τους πήγαιναν στα Καυσοκαλύβια τους πήγαιναν σε άλλες σκήτες. Οι σκήτες ήταν μετά τα μοναστήρια. Οι σκήτες είναι ας πούμε ένα χωριό από 50-60 σπίτια, κελιά τα οποία είχαν εξάρτηση από τα μοναστήρια. Η σκήτη του Αγίου Ανδρέα, του Αγίου Παντελεήμονα, Βατοπεδίου, Αγίας Άννης κ.τ.λ.

           Μπήκαμε στη σκήτη της Αγίας Άννης, τον δώσαμε 10 γρόσια έναν βαρκάρη εκεί πέρα, να μας πάει στα Κατουνάκια. Κατουνάκια λέγονταν το ασκηταριό των καλογέρων, 10 γρόσια ήταν 5 δραχμές σημερινές ελληνικές. { Τα Κατουνάκια είναι περιοχή στην έρημο του Αγίου Όρους που υπάγεται στην Μονή Μεγίστης Λαύρας και στην οποία βρίσκονται τα ησυχαστήρια της. Η περιοχή είναι βραχώδης και απόκρημνη}. Ακρογιαλιά, ακρογιαλιά, δεν ανοίχτηκε μέσα στο πέλαγος, πηγαίναμε καμιά ώρα πορεία, ύστερα ανακατεύτηκε
ο καιρός, έπιασε ένας αεράκος και αντί να μας πάει στα Κατουνάκια μπροστά να ανεβούμε εκεί στο κρησφύγετο που ήταν οι καλόγεροι μας έφερε στην σκήτη της Αγίας Άννης. Και κάναμε πορεία άλλη μιάμιση ώρα για να φτάσουμε στα Κατουνάκια. Γι να μην πάθουμε καμιά ιστορία, καλύτερα να κοπιάσετε λίγο, να σας βγάλουμε εδώ στην Αγία Άννα και από δω θα πάρετε τον δρόμο, θα ρωτήσετε ποιόν δρόμο θα πάρετε. Μονοπάτια όλο πέτρα. Τέλος πάντων βγαίνουμε στην Αγία Άννα περνάμε παραπάνω σε ένα κελί ήταν έναν παπα Σάββας εκεί ένας πνευματικός ξακουσμένος, έρχονταν από τα πέρατα της οικουμένης σ' αυτόν την παπα Σάββα και εξομολογούνταν ο κόσμος εκεί, από τη Χαλκιδική, από τη Θεσσαλονίκη, από, από......

    


Κατουνάκια
  Τέλος πάντων κάποτε φτάσαμε εκεί στα Κατουνάκια. Κατεβαίνουμε σαν τα κατσίκια από πέτρες σε πέτρες κατεβήκαμε κάτω, βρήκαμε τα ασκηταριό από αυτούς τους τρεις παππούδες καλογέρους. Τους δυο εγώ δεν τους γνώριζα, μόνο έναν γέρο Νικόλα, που έρχονταν στις Καρυές. Γύριζε και μάζευε τρόφιμα, από παξιμάδι μέχρι και ρουχισμό, παπούτσια, σκούφιες, καλογερικά ράσα κ.τ.λ. Τους οικονομούσαν εκεί πέρα οι Ρώσοι τους ασκητάδες για να διατηρούνται. Κατεβαίνουμε το βραδάκι τους βρίσκουμε αυτούς εκεί. Ήταν δυο καμαρούλες μέσα στα βράχια μια τρύπα εκεί πέρα, ίσα ίσα χωρούσε ένα μιντεράκι εκεί και άλλο ένα μιντεράκι μας βάλανε εκεί να κοιμηθούμε το βράδυ, τίποτα φαϊ, μας φέραν κάτι καλογερικά βιβλία να διαβάσουμε. Τι να διαβάσουμε εκεί πέρα ; Ούτε διαβάσαμε, ούτε τα ανοίξαμε. Τέλος πάντων νηστικοί κοιμηθήκαμε.
        Τρεις ώρες πριν φέξει Ιούνιος μήνας, σηκωθείτε παιδιά, σήμερα είναι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Παρά πέρα ήταν ένα άλλο κρησφύγετο εκεί καλογερικό στα Κατουνάκια, είχαν και εκκλησούλα αυτοί οι καλόγεροι και βαδίσαμε 150-200 μέτρα, πήγαμε σ' αυτό το ασκηταριό το άλλο που ήταν γειτονικό, είχαν και έναν παπά για λειτουργία των Αγίων Αποστόλων, πήραμε αντίδωρο, μας κέρασαν και καφέ, ξεκινήσαμε να γυρίσουμε πίσω.

      Αυτοί οι παππούδες οι τρεις οι δικοί μας επειδή ξημέρωνε των Αγίων Αποστόλων, όλες τις ημέρες ήταν σαρακοστή, είχαν κατεβεί παρακάτω όπου έβρισκαν λίγο νερό στη θάλασσα. Με το καλάμι και με το σπάγκο είχαν ψαρέψει κάτι ψαράκια μικρά τέτοια, σπάρους, μικρά-μικρά, καμιά οκά δεν ήταν. Και τα είχαν αυτά να τα βράσουν να τα φαν την άλλη μέρα των Αγίων Αποστόλων. Που φωτιά εκεί, ούτε κάρβουνα έβρισκαν, πώς εξοικονομούνταν, ούτε ξύλα, πώς τα μετέφεραν εκεί, ούτε αποθήκες είχαν, ούτε νερό είχαν, είχαν κάτι στέρνες εκεί, από τα χιόνια του χειμώνα και τις βροχές μαζεύονταν νερά αυτό ήταν το νερό τους που μαγείρευαν, που πλένονταν. Πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι, πώς ζούσαν ; Και έβρασαν αυτά τα ψαράκια. Είχαν μύγδαλα, τα ξεφλούδισαν τα κοπάνισαν σ' ένα χαβάνι και τα στίψαν και το ζουμί αυτό από τα αμύγδαλα το έριξαν μέσα στη σούπα αντί για αβγολέμονο. Φάγαμε μεσημέρι τέλος πάντων κοιμηθήκαμε το βράδυ. Πώς θα φύγομε τώρα ; Δια θαλάσσης δεν υπήρχε μέσον, βάρκα.

       


Μεγίστη Λαύρα  1928
Ξεκινάμε πεζοί 4-5 ώρες να πάμε σε ένα μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. Το πρώτο μοναστήρι του Αγίου Όρους πρώτο, πρώτο ήταν η Μεγίστη Λαύρα, μονή που την είχε ιδρύσει ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, αυτό το είχε κάνει αυτό το μοναστήρι και μέχρι σήμερα λέγεται η Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου. Φτάνουμε εκεί στη Λαύρα, πήγαμε στο αρχονταρίκι που πηγαίνουν οι ξένοι, νηστικοί και ταλαιπωρημένοι. Να πάτε στο αρχονταρίκι παιδιά να φάτε. Από πού είστε παιδιά ; Αυτό και αυτό κάναμε, από τις Καρυές στα Κατουνάκια και εδώ ύστερα. Μας βγάζουν αντζούγιες αλμυρές, τα έβαλαν στο ξύδι και λίγο λάδι από πάνω και φετούλες ψωμάκια και μας έφεραν και κρασί. Από εκεί ξεκινήσαμε 5 ώρες πεζοί να φτάσουμε πίσω στις Καρυές.

Μεγίστη Λαύρα
       Παιδιά τότε, δεν είχαμε ανάγκη, που να καταλάβουμε. Θα το θυμάμαι. Και απορώ αυτοί οι ασκητάδες, ήταν πολλά ασκηταριά, όταν πέθαιναν πού τους έθαβαν δεν μπορώ να καταλάβω. Λίγο χώμα δεν υπήρχε πουθενά, όλο πέτρα. Πού έσκαβαν πού τον έκαναν τον τάφο και τον έθαβαν ; Ένα μυστήριο πράγμα". 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου